- μποτζάρω
- και μποτζίρω [μπότζι](για πλοίο) υφίσταμαι διατοιχισμό, δηλαδή οι πλευρές μου κινούνται προς τα επάνω ή προς τα κάτω περί τον διαμήκη άξονα, λόγω μέτριου ή ισχυρού ανέμου που πνέει κάθετα ή πλάγια προς αυτές, καθώς και λόγω κυματισμού που έχει ανάλογη διεύθυνση.
Dictionary of Greek. 2013.